ξεθολώνω

ξεθολώνω
1. καθιστώ διαυγές κάτι που πριν ήταν θολό, διαυγάζω
2. γίνομαι διαυγής από θολός («ξεθόλωσε το κρασί)
3. μτφ. ξεζαλίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεθολώνω — ξεθολώνω, ξεθόλωσα, ξεθολωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεθολώνω — ξεθόλωσα, ξεθολώθηκα, ξεθολωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από θολό να γίνει καθαρό, διαυγές. 2. αμτβ., γίνομαι καθαρός, διαυγής: Ξεθόλωσε το νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”